- βουκολιό
- το [βουκόλιον]στάβλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουκολιό — το 1. κοπάδι βοδιών: Το βουκολιό μουγκρίζει. 2. το μαντρί των βοοειδών: Τα βόδια μπήκαν χορτάτα στο βουκολιό τους. 3. τόπος όπου βόσκουν τα βόδια: Ο βοσκός έβγαλε το κοπάδι στο βουκολιό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)